- υπορροή
- η, Νμουσ. σύμβολο τής βυζαντινής σημειογραφίας που ανήκει στην κατηγορία τών κατιόντων σημείων ποσότητας ή έμφωνων χαρακτήρων και το οποίο δηλώνει την κατάβαση τής φωνής κατά δύο διαδοχικές βαθμίδες τής κλίμακας.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + ροή. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].
Dictionary of Greek. 2013.